προγονικός

προγονικός
προγον-ικός, ή, όν,
A derived from parentage,

ἀφορμή Metrod.Herc.831.15

; ancestral, πράξεις, δόξα, ἀρετή, Plb.3.64.2, 13.6.3, Ph.2.444; πολιτεία, δυναστεία, LXX 2 Ma.8.17, D.S.17.24; κτήσεις Mitteis Chr.31i22(ii B.C.); σορός Judeich Altertümer von Hierapolis No.245.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προγονικός — derived from parentage masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγονικός — ή, ό / προγονικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρόγονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους προγόνους, πατρογονικός, προπατορικός (α. «προγονική δόξα» β. «προγονικαὶ κτήσεις», επιγρ.) 2. αυτός που προέρχεται από τους προγόνους, πατροπαράδοτος νεοελλ. συνεκδ …   Dictionary of Greek

  • προγονικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους προγόνους, ο προπατορικός: Προγονικά κτήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προγονικά — προγονικός derived from parentage neut nom/voc/acc pl προγονικά̱ , προγονικός derived from parentage fem nom/voc/acc dual προγονικά̱ , προγονικός derived from parentage fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγονικῶν — προγονικός derived from parentage fem gen pl προγονικός derived from parentage masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγονικόν — προγονικός derived from parentage masc acc sg προγονικός derived from parentage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγονικαῖς — προγονικός derived from parentage fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγονικαί — προγονικός derived from parentage fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγονικοῖς — προγονικός derived from parentage masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγονικοῦ — προγονικός derived from parentage masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγονικούς — προγονικός derived from parentage masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”